- ζῳοτόκα
- ζῳοτόκοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλακουντοφόρα — Ζωοτόκα θηλαστικά, στα οποία το έμβρυο αναπτύσσεται στη μήτρα της μητέρας και συνδέεται με τους ιστούς μέσω του πλακούντα. Το όργανο αυτό, που χαρακτηρίζεται από το πλήθος των αγγείων του, χρησιμεύει για τις τροφικές ανταλλαγές, την αναπνοή και… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
ζωοτοκώ — (Α ζωοτοκῶ, έω) [ζωοτόκος] είμαι ζωοτόκος, γεννώ ζώντα, άρτια ζώα, αντίθ. ωοτοκώ αρχ. 1. παρέχω ζωή, προικίζω με ζωή 2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ.) τὰ ζωοτοκοῡντα τα ζωοτόκα ζώα, αυτά που γεννούν ζώντα τα τέκνα τους 3. παθ. ζωοτοκοῡμαι, έομαι… … Dictionary of Greek
ζωοτόκος — ο (Α ζωοτόκος, ον) αυτός που γεννά ζωντανά, άρτια ζώα («τὰ μὲν ζωοτόκα, τὰ δὲ ᾠοτόκα», Αριστοτ.) αρχ. ζωοδότης, ζωοπάροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την κοινή σημ. < ζω(ο) (ΙΙ)*, ενώ με την αρχ. < ζω(ο) (Ι)* + τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος,… … Dictionary of Greek
ουριοτελικός — ή, ό (συν. στο ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ουριοτελικά βιολ. τα ζώα που απεκκρίνουν τα αζωτούχα κατάλοιπα τού μεταβολισμού τους κυρίως με τη μορφή ουρίας, κατηγορία στην οποία ανήκουν τα ζωοτόκα θηλαστικά, οι ιχθύες, τα αμφίβια και οι υδρόβιες… … Dictionary of Greek
οχιά — (vipera). Ονομασία ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των εχιδνιδών ή βιπεριδών. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και μερικά συγγενή γένη, που ζουν στον Παλιό Κόσμο. Οι διαστάσεις των φιδιών αυτών ποικίλλουν, ανάλογα με το είδος, από 70 εκ. έως 2 … Dictionary of Greek
σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… … Dictionary of Greek